ἡ,
A grievous ill-luck, Antipho2.2.2. II surliness, churlishness, Lys.4.9, Ph.1.487,558.
[Seite 433] ἡ, schweres Geschick, Unglück, Antiph. II β 2; Lys. 4, 9.
βᾰρῠδαιμονία: ἡ, θλιβερὰ δυστυχία, ἀθλιότης (κακομοιριὰ) Ἀντιφ. 116. 29, Λυσ. 101. 24.