ἐνδιδύσκω
English (LSJ)
A put on, τινά τι LXX 2 Ki.1.24, Ev.Marc.15.17:—Med., put on oneself, Ev.Luc.8.27, J.BJ7.2.2 (Act. is v.l.): written ἐνδυδισκόμενος SIG2857.13 (Delph.). II clothe, τινὰ ἱματίῳ Gp.16.21.9.
German (Pape)
[Seite 834] anziehen, N. T. u. a. Sp., auch pass.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδῐδύσκω: ἐνδύω, τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Α΄, 24)· ἐνδιδύσκουσιν αὐτὸν πορφύραν Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 17 (Lachm) ἀντὶ ἐνδύουσιν. ― Μέσ., ἐνδύομαι, φορῶ, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 27.