ἐνδιδύσκω
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
A put on, τινά τι LXX 2 Ki.1.24, Ev.Marc.15.17:—Med., put on oneself, Ev.Luc.8.27, J.BJ7.2.2 (Act. is v.l.): written ἐνδυδισκόμενος SIG2857.13 (Delph.).
II clothe, τινὰ ἱματίῳ Gp.16.21.9.
Spanish (DGE)
1 vestir c. doble ac. ἐπὶ Σαουλ κλαύσατε τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα llorad a Saúl el que os vestía de rojo escarlata, LXX 2Re.1.24, cf. Eu.Marc.15.17, αὐτὸν τὴν ἐντάφιον στολήν A.Thom.A 23, c. ac. y dat. instrum. τὸν ὄνον ... τοιούτῳ ἱματίῳ Gp.16.21.9.
2 vestirse, ponerse c. ac. del vestido λευκοὺς χιτωνίσκους I.BI 7.29
•en v. med. mismo sent. πορφύραν καὶ βύσσον Cyr.Al.Luc.1.241.39.
3 en v. med., abs. vestirse, proveerse de vestimenta, SIG2 857.13 (Delfos II a.C.).
German (Pape)
[Seite 834] anziehen, N.T. u. a. Sp., auch pass.
French (Bailly abrégé)
revêtir : τινά τι qqn de qch;
Moy. ἐνδιδύσκομαι se revêtir de, acc..
Étymologie: ἐν, φιλοχωρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδῐδύσκω: надевать (πορφύραν τινά NT); med. надевать на себя (ἱμάτιον NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδῐδύσκω: ἐνδύω, τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Α΄, 24)· ἐνδιδύσκουσιν αὐτὸν πορφύραν Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 17 (Lachm) ἀντὶ ἐνδύουσιν. ― Μέσ., ἐνδύομαι, φορῶ, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 27.
English (Strong)
a prolonged form of ἐνδύω; to invest (with a garment): clothe in, wear.
English (Thayer)
(equivalent to ἐνδύω (cf. Buttmann, 56 (49))); imperfect middle ἐνεδιδυσκομην; to put on, clothe: τινα πορφύραν, L T Tr WH; middle to put on oneself, be clothed in (with the accusative Buttmann, 191 (166); Winer's Grammar, § 32,5): ἱμάτιον, R G L Tr marginal reading); πορφύραν, βύσσον, Josephus, b. j. 7,2).
Greek Monolingual
ἐνδιδύσκω (AM)
ντύνω κάποιον με κάτι («ἐνδιδύσκουσιν αὐτόν πορφύρᾳ», «καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο»).
Greek Monotonic
ἐνδῐδύσκω: φορώ σε κάποιον κάτι, τινά τι, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., ντύνομαι, φορώ πάνω μου, στο ίδ.
Middle Liddell
to put on another, τινά τι NTest.:—Mid. to put on oneself, NTest.
Chinese
原文音譯:™ndidÚskw 恩-笛低士可
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在內-滑脫
字義溯源:穿著,穿,投,穿上衣服;源自(ἐνδύω)=穿上衣服);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(δύνω)=落下)組成,其中 (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)。參讀 (ἀμφιέζω / ἀμφιέννυμι)同義字
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 穿著(1) 路16:19;
2) 穿(1) 路8:27