ον,
A carrying clay or mortar, ib.1290.3 (ii B.C.), Poll.7.130, Suid.
[Seite 610] Lehm, Koth tragend, Suid. erkl. χειροτέχναι, μισθωτοί.
πηλοφόρος: -ον, ὁ φέρων πηλόν, Πολυδ. Ζ΄, 130. ― Κατὰ Σουΐδ. «πηλοφόροι, χειροτέχναι, μισθωτοί».