ἡ, (δέω Β)
A want of food or fish, Suid.
[Seite 433] ἡ, Mangel an Speisen oder Fischen, Suid.
ὀψοδεία: (ἢ ὀψοδεΐα), ἡ, (δέω) «ἡ ἔνδεια τῶν ὄψων» Σουΐδ.