ἔνδεια
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
English (LSJ)
ἡ,
A want, lack, δυνάμεως Th.4.18; τῆς ἀναγκαιοτάτης διαίτης Id.7.82; Χρημάτων X.Ath.1.5, Pl.Hp.Ma.283d, etc.
II abs., deficiency, defect, opp. ὑπερβολή, Id.Prt.357b, Arist.EN1109a4: pl., opp. ὑπερβολαί, Isoc.2.33, cf. 8.90.
2 want, need, coupled with ἐπιθυμία, Pl.Grg. 496d, 496e: pl., αἱ ἔνδειαι τῶν φίλων, τοῦ σώματος, X.Cyr. 8.2.22, Pl.Erx.401e, al.
3 want of means, poverty, ἀεὶ ἐνδείᾳ σύνοικος Id.Smp.203d; αἰσχρόν τι ποιεῖν δι' ἔνδειαν D.18.257; famine, Jul. Or.2.66c.
4 Gramm., defect, opp. πλεόνασμα, A.D.Synt.133.15.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 falta, carencia τὸ δὲ πίνειν πλήρωσίς τε τῆς ἐνδείας καὶ ἡδονή Pl.Grg.496d, op. ὑπερβολή Pl.Prt.357b, cf. Arist.EN 1109a4, Isoc.2.33, c. gen. obj. δυνάμεως Th.4.18, χρημάτων X.Ath.1.5, τῶν καθ' ἡμέραν Isoc.4.34, cf. Pl.Hp.Ma.283d, I.AI 2.326, Aristid.Quint.109.17, σίτου IGDS 208.10 (III a.C.), ἐν τῇ μεγίστῃ ἐνδείᾳ τῶν τροφῶν IEphesos 3048.16 (II d.C.), cf. Vett.Val.101.17, ὑδάτων SB 7468.10 (III d.C.), θρασύτητος Ph.1.240, φρενῶν Meth.Symp.224
•abs. escasez, carencia de víveres o alimentos ἐν τῇ ἐνδείᾳ σεῖτον, οἶνον, ἔλαιον ... διένειμεν τοῖς πολείταις προῖκα IPrusias 18.8, cf. Sardis 47.7 (ambas II d.C.), D.S.1.8
•econ. déficit, SEG 43.205.30 (Coronea III a.C.).
2 necesidad c. gen. subjet. αἱ ἔνδειαι τῶν φίλων las necesidades de los amigos X.Cyr.8.2.22, ἐπιθυμίαι καὶ ἔνδειαι τοῦ σώματος Pl.Erx.401e, τῆς φύσεως Plot.4.4.44, tb. c. gen. obj. τοῦ ζητεῖν τἄριστα Phld.Cont.fr.82, abs. μέζονες γὰρ ὀρέξεις μέζονας ἐνδείας ποιεῦσιν Democr.B 219.
3 privación, abstinencia c. gen. obj. τοῦ ὕδατος Euagr.Pont.Cap.Pract.17, abs. πρὸς τὴν τῶν δαιμονίων φυγὴν ἡ ἔ. ... ἐστιν βοήθημα Hom.Clem.9.10.
4 sin rég. carencia de medios, carencia de dinero, indigencia ἐνδείᾳ σύνοικος de Eros por ser hijo de Penía, Pl.Smp.203d, cf. Democr.B 283, LXX Pr.6.11, μηδὲν αἰσχρὸν ποιεῖν δι' ἔνδειαν D.18.257, αἱ ἐσχάται ἐνδείαι D.36.42, cf. Aen.Tact.5.1, Vett.Val.417.26, AP 16.15b, ὁ ἐνδείας πληρωτής de Dios Const.App.7.35.10, περιπίπτειν ἐνδείᾳ caer en la indigencia, PSI 767.42 (IV d.C.), cf. Iul.Or.3.66c.
5 gram. defecto, e.e., elipsis, supresión op. πλεονασμός ref. a las afecciones de las palabras, A.D.Synt.133.15, 17, τῆς ἐνδείας εἴδη ἐννέα· ἀφαίρεσις, ἄρσις ... Trypho 1.9.
German (Pape)
[Seite 831] ἡ, Mangel, Bedürfniß, Gegensatz πλεονεξία, Plat. Tim. 82 a; ὑπερβολή Prot. 357 b; περιουσία Gorg. 487 e; πλήρωσις τῆς ἐνδείας 496 e; ὅσων ἔνδειαν ἴσχει Tim. 70 d; δι' ἔνδειαν, aus Mangel, aus Not, Dem. 18, 257; μετ' ἐνδείας, Gegensatz μετ' εὐπορίας, 45, 67. Auch im plur., Plat. Phil. 51 b, bes. Pol. oft; αἱ σώματος ἔνδειαι, Gebrechen, Xen. Cyr. 8, 2, 22. Vgl. noch ἔκδεια.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 manque, insuffisance de;
2 besoin (de qch);
3 p. ext. besoin, indigence.
Étymologie: ἐνδεής.
Russian (Dvoretsky)
ἔνδεια: ἡ
1 недостаток, нехватка, недостача (ὑπερβολή τε καὶ ἔ. Plat., Arst.; τῶν σιτίων πληρώσεις ἢ ἔνδειαι Arst.; δι᾽ ἔνδειαν χρημάτων Dem.);
2 нужда, бедность (μηδὲν αἰσχρὸν ποιῆσαι δι᾽ ἔνδειαν Dem.);
3 надобность, потребность (ἐπιθυμίαι καὶ ἔνδειαι τοῦ σώματος Plat.): (ἀνα)πλήρωσις τῆς ἐνδείας Plat., Arst. удовлетворение потребности;
4 грам. опущение буквы (напр., αἶα вместо γαῖα).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδεια: ἡ, ἔλλειψις, οὔτε δυνάμεως ἐνδείᾳ ἐπάθομεν αὐτό, οὔτε κτλ. Θουκ. 4. 18· τῆς ἀναγκαιοτάτης διαίτης ὁ αὐτὸς 7. 82· χρημάτων Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 5, Πλάτ., κλ. ΙΙ. ἀπολ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπερβολή, ἆρα πρῶτον μὲν οὐ μετρητικὴ φαίνεται, ὑπερβολῆς τε καὶ ἐνδείας οὖσα...; Πλάτ. Πρωτ. 357Β. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 2. 6, κ. ἀλλ.: - πληθ., Ἰσοκρ. 177Β. 2) στέρησις, ὁμολογεῖς ἅπασαν ἔνδειαν καὶ ἐπιθυμίαν ἀνιαρὸν εἶναι; Πλάτ. Γοργ. 496D, Ε· ἐν τῷ πληθ., αἱ τοῦ σώματος ἔνδειαι Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22, Πλάτ. Ἐρυξ. 401Ε κ. ἀλλ. 3) ἔλλειψις πόρου ζωῆς, ἀπορία, πενία, ἔνδεια, Λατ. egestas, ἀεὶ ἐνδείᾳ ξύνοικος Πλάτ. Συμπ. 203D· αἰσχρόν τι ποιεῖν δι’ ἔνδειαν Δημ. 312. 24, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM ἔνδεια)
1. έλλειψη τών αναγκαίων, απορία
2. έλλειψη («ένδεια χρημάτων, πόρων, θάρρους», «ένδεια πνευματική», «ἔνδεια δυνάμεως»)
αρχ.
1. στέρηση, έλλειψη (σε αντίθεση προς την υπερβολή) («μετρητική... ὑπερβολῆς τε καὶ ἐνδείας»)
2. λιμός, σιτοδεία
3. πληθ. ελλείψεις, βιοτικές ανάγκες
4. γραμμ. η ιδιότητα του ελλειπτικού, το να ελλείπουν τύποι κλιτών ονομάτων και ρημάτων.
Greek Monotonic
ἔνδεια: ἡ (ἐνδεής),·
1. στέρηση, ανάγκη, έλλειψη, σε Θουκ. κ.λπ.
2. ανεπάρκεια, ανάγκη, σε Πλάτ.
3. έλλειψη πόρων ζωής, απορία, πενία, φτώχεια, ένδεια, Λατ. egestas, στον ίδ., Δημ.
Middle Liddell
ἔνδεια, ἡ, n ἐνδεής
1. want, need, lack, Thuc., etc.
2. defect, deficiency, Plat.
3. want of means, need, poverty, Lat. egestas, Plat., Dem.
English (Woodhouse)
deficiency, insufficiency, lack, poverty, want
Lexicon Thucydideum
inopia, want, scarcity, 4.18.2, 7.82.2.
Translations
poverty
Albanian: varfëri; Arabic: فَقْر; Egyptian Arabic: فقر; Armenian: աղքատություն; Asturian: probeza; Azerbaijani: yoxsulluq, kasıblıq, səfalət; Bashkir: ярлылыҡ, фәҡирлек; Belarusian: бедната, беднасць, убоства, галеча, галота, нэ́ндза, бяднота, бядота; Bengali: দারিদ্র্য; Bulgarian: бедност, нищета, мизерия, немотия, сиромашия; Burmese: ဆင်းရဲခြင်း; Catalan: pobresa; Chinese Cantonese: 貧窮, 贫穷; Mandarin: 貧窮, 贫穷, 貧困, 贫困; Classical Nahuatl: icnōpillōtl, icnōtlācayōtl, icnōyōtl; Corsican: puvertà, puvartà; Czech: chudoba; Danish: fattigdom, armod; Dutch: armoede; Esperanto: malriĉeco; Estonian: vaesus; Finnish: köyhyys, puute; French: pauvreté; Friulian: puaretât; Galician: pobreza; Georgian: სიღარიბე, სიდუხჭირე, სიღატაკე; German: Armut; Gothic: 𐌿𐌽𐌻𐌴𐌳𐌹; Greek: φτώχια, αδεκαρία; Ancient Greek: ἀκληρία, ἀκτημοσύνη, ἀπορία, ἀπορίη, ἀσθένεια, ἀσθένεια βίου, ἀχρημοσύνη, ἔνδεια, λυπρότης, μετριοσύνη, πενία, πενίη, πενιχρότης, πτωχεία, πτωχηΐη, πτωχότης, χέρνα, χέρνη, χρεία, χρείη, χρημοσύνη, χρησμοσύνη; Gujarati: ગરીબાઈ, દળદર; Hebrew: עוני \ עֹנִי \ עֳנִי, דַּלּוּת; Hindi: ग़रीबी; Hungarian: szegénység, nyomorúság, nincstelenség; Hunsrik: Aarmut; Icelandic: fátækt; Ido: povreso; Indonesian: kemiskinan; Interlingua: povressa; Irish: bochtaineacht; Italian: povertà; Japanese: 貧乏, 貧困; Kannada: ಬಡತನ; Kazakh: кедейлік, жарлылық; Khmer: ភាពក្រ; Korean: 가난, 빈곤(貧困); Kurdish Central Kurdish: ھەژاری; Northern Kurdish: xizanî, hejarî, feqîrî; Kyrgyz: кедейлик, жакырчылык; Ladino: provedad; Lao: ຄວາມທຸກຍາກ; Latin: paupertas, pauperies; Latvian: nabadzība; Lithuanian: skurdas; Macedonian: сиромаштија; Malay: kemiskinan; Malayalam: ദാരിദ്ര്യം; Maltese: faqar; Maore Comorian: usikini; Maori: pōharatanga, tuakokatanga, hāhoretanga, hahoretanga; Mongolian Cyrillic: ядуурал; Mongolian: ᠶᠠᠳᠠᠭᠤᠷᠠᠯ; Navajo: téʼéʼį́; Ndzwani Comorian: shizaya; Ngazidja Comorian: umasikini; Norman: pouôrreté; Norwegian: armod; Bokmål: fattigdom; Nynorsk: fattigdom; Occitan: pauretat; Old English: iermþu; Oromo: hiyyummaa; Pashto: فقيري, فقر; Persian: فقر; Plautdietsch: Oamoot; Polish: bieda, ubóstwo, niedostatek; Portuguese: pobreza; Quechua: muchuy, usuy; Romanian: sărăcie, mizerie, paupertate; Russian: бедность, нищета, нужда, беднота; Scots: puirtith; Scottish Gaelic: bochdainn, truaighe; Serbo-Croatian Cyrillic: сиромаштво, неимаштина; Roman: siromáštvo, neimáština; Sicilian: puvirtà, puvirtati; Sinhalese: දිළිඳුබව; Slovak: chudoba, bieda; Slovene: revščina; Sorbian Lower Sorbian: chudoba; Upper Sorbian: chudoba; Spanish: pobreza, pauperismo; Swahili: ufukara, umaskini; Swedish: fattigdom; Tagalog: karukhaan; Tajik: фақр, факирӣ, камбағалӣ; Tamil: வறுமை; Tatar: ярлылык, фәкыйрьлек; Telugu: పేదరికం, బీదరికం; Thai: ความจน, ความยากจน; Turkish: fakirlik, yoksulluk; Turkmen: garyplyk; Ukrainian: біднота, бі́дність, мізерність, убозтво; Urdu: غریبی, فقر; Uyghur: نامراتلىق, يوقسۇللۇق; Uzbek: kambagʻallik, faqirlik, qashshoqlik; Vietnamese: sự nghèo nàn; Yiddish: דלות, אָרעמקייט