αἰχμαλώτισις
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμαλώτισις: -εως, ἡ, = αἰχμαλωσία, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀρτάνη: οὕτω καὶ αἰχμαλωτισμός, ὁ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 186.
αἰχμαλώτισις: -εως, ἡ, = αἰχμαλωσία, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀρτάνη: οὕτω καὶ αἰχμαλωτισμός, ὁ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 186.