ἀρτάνη
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (ἀρτάω) that by which something is hung up, rope, noose, halter, A.Ag.875,1091 (lyr.), etc.; ἀ. κρεμαστή S.OT1266; πλεκταῖσιν ἀ. Id.Ant.54.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [-τᾰ-]
lazo, dogal para el estrangulamiento πολλὰς ἄνωθεν ἀρτάνας ἐμῆς δέρης ἔλυσαν ἄλλοι πρὸς βίαν λελημμένης A.A.875, ἀρτάναις θανοῦσαι muriendo en unos lazos A.Supp.160, κρεμαστὴ ἀ. S.OT 1266, πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον S.Ant.54, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 361] ἡ, Strick, woran etwas aufgehängt wird, Schlinge, Aesch. Ag. 849. 1062 Spt. 151; Soph. O. R. 1266 Ant. 54.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
lacet pour se pendre.
Étymologie: ἀρτάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτάνη: (τᾰ) ἡ веревка, петля Aesch., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτάνη: [ᾰ], ἡ, (ἀρτάω) σχοινίον δι’ οὗ ἀρτῶσί τι ἀπό τινος μέρους, βρόχος, ἀγχόνη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 875, 1091, κτλ.· χαλᾷ κρεμαστὴν ἀρτάνην Σοφ. Ο. Τ. 1266· πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον ὁ αὐτ. Ἀντ. 54: «ἀρτάνη· ἡ διὰ καλῳδίων ἀγχόνη» Ἡσύχ· «κυρίως μὲν ἡ τῶν καλῳδίων ἀγχόνη, Σοφοκλῆς δὲ ἐν Αἰχμαλωτίσιν ἐπὶ τοῦ δεσμοῦ» Α. Β. 447, 7.
Greek Monolingual
η (Α ἀρτάνη) αρτώ
νεοελλ.
1. σχοινί από το οποίο κρεμιέται κάτι
2. δερμάτινο λουρί το οποίο κρέμεται από τη σέλα και συγκρατεί τον αναβολέα
3. σχοινί ή αλυσίδα του πλοίου που χρησιμοποιείται για την ανύψωση φορτίων
αρχ.
ο βρόχος, η αγχόνη.
Greek Monotonic
ἀρτάνη: [ᾰ], ἡ (ἀρτάω), σχοινί από το οποίο κάτι κρέμεται, σχοινί για κρέμασμα, θηλειά, βρόχος, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
ἀρτάω
that by which something is hung up, a rope, noose, halter, Aesch., Soph.
Mantoulidis Etymological
(=ἀγχόνη, βρόγχος). Ἀπό τό ἀρτάω (=κρεμῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.