ον,
A heavy-kneed, lazy, Call.Del. 78, Coluth.121:—also βᾰρῠ-γούνατος Theoc.18.10.
[Seite 433] dasselbe, Callim. Del. 78; Coluth. 120; Nonn. öfter.
βᾰρύγουνος: -ον, ὁ βαρέα ἔχων τὰ γόνατα, ὀκνηρός, Καλλ. εἰς Δῆλ. 78· βᾰρῡγούνατος Θεόκρ. 18. 10.