[λῑ],
A break in pieces, Call.Fr.67.
[Seite 579] durchquetschen; übtr., φῶτα – ἀνίαι Callim. frg. 67.
διαθλίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, κατασυντρίβω, καταπιέζω, Καλλ. Ἀποσπ. 67.