ἔποχον

Revision as of 10:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

τό,

   A saddle-cloth, housing, X.Eq.12.9.

German (Pape)

[Seite 1011] τό, der eigentliche Sitz des Sattels, nach Anderen Sattelgurt, Xen. re equ. 12, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἔποχον: τό, τὸ κάλυμμα τοῦ ἐφιππίου ἢ κατ’ ἄλλους, ἡ ζώνη ἡ συγκρατοῦσα τὸ ἐφίππιον ἐπὶ τῆς ῥάχεως τοῦ ἵππου, «ἴγγλα», «γίγλα», Τουρκ. «κολάνι», Ξενοφ. Ἱππ. 12. 9.