ον,
A ambiguous, Eust.489.19, al.
[Seite 137] doppelzüngig, Sp.
ἀμφίγλωσσος: -ον, = δίγλωσσος, Συνέσ. 122D. ΙΙ. ἀμφίβολος, ἀσαφής, σκοτεινός, Εὐστ. 489. 19, κτλ.