ἀπάρτημα: -ατος, τό, τὸ ἀπηρτημένον ὡς κόσμημα, τοῖς τῶν κοσύμβων ἀπαρτήμασιν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1 σ. 182Β.