ἀπάρτημα

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάρτημα: -ατος, τό, τὸ ἀπηρτημένον ὡς κόσμημα, τοῖς τῶν κοσύμβων ἀπαρτήμασιν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1 σ. 182Β.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
colgante, abalorio ἀπηρτημένα σφαιροειδῆ ἀ. Gr.Nyss.V.Mos.100.10.