νεόβλαστος
English (LSJ)
ον,
A sprouting afresh, Thphr.HP1.8.5, Nic.Al.484.
German (Pape)
[Seite 241] frisch oder neu keimend, sprossend, hervorbrechend, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
νεόβλαστος: -ον, ἐπὶ κλάδων δένδρου, ὁ ἀρτίως βλαστήσας, καθάπερ καὶ τῆς συκῆς οἱ νεόβλαστοι (δηλ. κλάδοι) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 5, Νικ. Ἀλέξιφ. 484, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεοθηλές.