ἡ, (λιμός)
A exceeding hunger, faintness, LXX De.28.20, Aq. Jb.41.14.
[Seite 767] ἡ, Heißhunger, LXX.
ἐκλῑμία: ἡ, (λιμός) λιμός, πεῖνα, «λίμασμα», Ἑβδ. (Δευτερ. ΚΗ΄, 20).