ἀριστητήριον
English (LSJ)
[ᾱ], τό, (ἀριστάω)
A refectory, τὸ ἱερὸν ἀ. τοῦ θεοῦ BCH 15.184.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστητήριον: τό, παρ’ Ἐκκλ. μέρος ἔνθα γευματίζει ἤ δειπνεῖ τις, δειπνητήριον, «τραπεζαρία».
[ᾱ], τό, (ἀριστάω)
A refectory, τὸ ἱερὸν ἀ. τοῦ θεοῦ BCH 15.184.
ἀριστητήριον: τό, παρ’ Ἐκκλ. μέρος ἔνθα γευματίζει ἤ δειπνεῖ τις, δειπνητήριον, «τραπεζαρία».