δειπνητήριον

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειπνητήριον Medium diacritics: δειπνητήριον Low diacritics: δειπνητήριον Capitals: ΔΕΙΠΝΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: deipnētḗrion Transliteration B: deipnētērion Transliteration C: deipnitirion Beta Code: deipnhth/rion

English (LSJ)

τό, dining-room, Plu.Luc.41, Inscr. ap.PFay.p.33, J.BJ2.8.5.

Spanish (DGE)

-ου, τό
comedor, sala de banquetes de una mansión privada, Plu.Luc.41, de una asociación δ. πρεσβυτέρων γερδίων IFayoum 122.1 (II d.C.), cf. PLips.30.8 (III d.C.)
refectorio de un santuario, para uso de los peregrinos IFayoum 87.3 (I d.C.), Sch.Pi.O.10.57b, de la secta judía de los esenios, I.BI 2.130.

German (Pape)

[Seite 540] τό, Speisesaal, Plut. Lucull. 41 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
salle à manger.
Étymologie: δειπνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειπνητήριον -ου, τό [δειπνέω] eetzaal.

Russian (Dvoretsky)

δειπνητήριον: τό столовая Plut.

Greek Monolingual

δειπνητήριον, το (AM) δειπνητής
η αίθουσα του δείπνου.

Greek Monotonic

δειπνητήριον: τό (δειπνέω), αίθουσα του δείπνου, τραπεζαρία, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνητήριον: τό, αἴθουσα τοῦ δείπνου, Πλούτ. Λουκούλ. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 5168, Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 2, 8, 5.

Middle Liddell

δειπνέω
a dining-room, Plut.