ἀποσήθω

Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A sift off, separate by sifting, Dsc.5.88.    2 metaph., riddle completely, rob, Herodic. ap. Ath.13.591c.

German (Pape)

[Seite 324] durchseihen, ὕδωρ Hippocr.; übertr., aussieben, ausbeuteln, neben ἀποδύειν τοὺς συνόντας Herodic. bei Ath. XIII, 591 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσήθω: κοσκινίζω, χωρίζω διὰ κοσκινίσματος, ἀποσήθοντες τοῦ πυροῦ τὸ τρόφιμον Κλήμ. Ἀλ. 164: ― στραγγίζω, σουρώνω, ὕδωρ, διάφ. γραφ. ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. 2) μεταφ. «ξεστραγγίζω», γυμνώνω τινά, κατακλέπτω αὐτόν, «Ἡρόδικος δὲ... τὴν Φρύνην παρὰ τοῖς ῥήτορσι... Σηστὸν καλεῖσθαι διὰ τὸ ἀποσήθειν καὶ ἀποδύειν τοὺς συνόντας» Ἀθήν. 591C.