ἀποσήθω

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσήθω Medium diacritics: ἀποσήθω Low diacritics: αποσήθω Capitals: ΑΠΟΣΗΘΩ
Transliteration A: aposḗthō Transliteration B: aposēthō Transliteration C: apositho Beta Code: a)posh/qw

English (LSJ)

A sift off, separate by sifting, Dsc.5.88.
2 metaph., riddle completely, rob, Herodic. ap. Ath.13.591c.

Spanish (DGE)

cribar, cerner en v. pas. τὸ πρῶτον ἀποσησθέν en la confección de albayalde, Dsc.5.88
act. fig. τοὺς συνόντας de una hetera cribar, esquilmar a sus amantes, Herodicus en Ath.591c.

German (Pape)

[Seite 324] durchseihen, ὕδωρ Hippocr.; übertr., aussieben, ausbeuteln, neben ἀποδύειν τοὺς συνόντας Herodic. bei Ath. XIII, 591 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσήθω: κοσκινίζω, χωρίζω διὰ κοσκινίσματος, ἀποσήθοντες τοῦ πυροῦ τὸ τρόφιμον Κλήμ. Ἀλ. 164: ― στραγγίζω, σουρώνω, ὕδωρ, διάφ. γραφ. ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. 2) μεταφ. «ξεστραγγίζω», γυμνώνω τινά, κατακλέπτω αὐτόν, «Ἡρόδικος δὲ... τὴν Φρύνην παρὰ τοῖς ῥήτορσι... Σηστὸν καλεῖσθαι διὰ τὸ ἀποσήθειν καὶ ἀποδύειν τοὺς συνόντας» Ἀθήν. 591C.

Greek Monolingual

ἀποσήθω (Α)
1. κοσκινίζω
2. σιγά σιγά κατακλέβω την περιουσία κάποιου.