θεράπευσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A treatment, attention, Phld.Lib.p.20O.
Greek (Liddell-Scott)
θεράπευσις: -εως, ἡ, θεραπεία, Γ. Παχ. τ. Β΄, σ. 274, 14, ἔκδ. Β.
εως, ἡ,
A treatment, attention, Phld.Lib.p.20O.
θεράπευσις: -εως, ἡ, θεραπεία, Γ. Παχ. τ. Β΄, σ. 274, 14, ἔκδ. Β.