τό, (βου-)
A a large, coarse fig, Hsch., cf. Varro RR2.5.4.
[Seite 460] τό, große Feige, VLL.
βούσῡκον: τό, (βου-) μέγα, χονδροειδὲς σῦκον, Ἡσύχ., πρβλ. Varro R. R. 2. 5, 4.