σῦκον
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
Boeot. τῦκον (Stratt. 47.5), τό,
A fruit of the συκῆ, fig, Od.7.121, Hdt.2.40, etc.; βασίλεια σῦκα were a large kind, Philem. 241; to eat figs in the heat of the day was thought to cause fever, Pherecr. 80, Ar.Fr.463, Nicopho 12; ξηρὰ σῦκα Pl.Lg.845b: prov., ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων = 'as different as chalk from cheese', Henioch.4.2; σύκῳ.. σῦκον οὐδὲ ἓν οὕτως ὅμοιον γέγονεν Poet. ap. Cic.Att.4.8b.2, cf. Herod.6.60; τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζων Luc.Hist.Conscr.41 (cf. σκάφη); σῦκα αἰτεῖν, prov. for τρυφᾶν, Ar.V.302(lyr.); σῦκον χειμῶνος ζητεῖν, of a foolish enterprise, M.Ant.11.33.
2 σῦκον Αἰγύπτιον = carob, locust bean, fruit of κερωνία, Thphr. HP 4.2.4, Od.5.
II from its shape, a large wart on the eyelids, Ar.Ra.1247, cf. Hp.Epid.3.7; of tumours in other places, Poll.4.200, Orib.Syn.7.40.
III pudenda muliebria, Ar.Pax1350.
German (Pape)
[Seite 973] τό, die Feige, Od. 7, 121 und Folgende. Sprichwörtlich σῦκον χειμῶνος ζητεῖν μαινομένου, M. Anton. 11, 33; Suid. v. καιρός. – Von der Ähnlichkeit die Feigwarze, am Augenlide, Ar. Ran. 1245, u. am After. – Bei Ar. Pax 1318 = αἰδοῖον γυναικεῖον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 figue, fruit;
2 p. anal. vulve (AR.Pax).
Étymologie: DELG emprunt à une langue médit. ou d'Asie mineure.
Par. ἰσχάς, ἰσχάδιον, ὄλυνθος, φήληξ, φιβάλεως.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῦκον -ου, τό vijg:; ξηρὰ σῦκα gedroogde vijgen Plat. Lg. 845b; spreekw..; τὰ σῦκα σῦκα ὀνομάζειν vijgen “vijgen” noemen, ‘de dingen bij de naam noemen’ Luc. 59.41; overdr. van de vrouwelijke schaamdelen, vgl. Nl. pruim. Aristoph. Pax 1350. van een zweertje aan een ooglid: strontje.
Russian (Dvoretsky)
σῦκον: τό
1 плод смоковницы, фига Hom., Her., Arph., Plat.;
2 бородавка на веке (τὰ σῦκα ἐπὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς Arph.);
3 pudenda muliebria Arph.
Spanish
English (Thayer)
σύκου, τό, from Homer down, Hebrew תְּאֵנָה, a fig, the ripe fruit of ἡ συκῆ (which see): James 3:12.
Greek Monolingual
το / σῦκον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τῦκον Α
1. ο εδώδιμος καρπός της συκιάς
2. φρ. α) «βασιλικά σύκα» και «σύκα βασίλεια [ἡ βασιλικά»]» — είδος εκλεκτών και μεγάλων σύκων
β) «ξηρά σύκα» — αποξηραμένα σύκα που τρώγονται ως ξηροί καρποί
γ) «λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη» και «ὀνομάζω τὰ σῦκα σῦκα» — βλ. σκάφη
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «απ' τα σύκα ώς τα σταφύλια» — μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, πολύ σύντομα
αρχ.
1. ιατρ. α) σαρκώδης επίφυση, συκώδες εξάνθημα ή σάρκωμα κυρίως στα βλέφαρα
β) σάρκωμα σε άλλες περιοχές του σώματος
γ) ονομασία για τις αιμορροΐδες
2. μτφ. το γυναικείο αιδοίο
3. φρ. α) «σῦκον Αἰγύπτιον» — ο καρπός της χαρουπιάς, χαρούπι (θεόφρ.)
β) «σῦκον αἰτώ» — κολακεύω (Ησύχ.)
4. παροιμ. φρ. α) «ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων» — δηλώνει πλήρη έλλειψη ομοιότητας (Ηνίοχ.)
β) «σῦκα αἰτεῖν» — το να ζει κανείς με πολυτέλεια και με χλιδή (Αριστοφ.)
γ) «σῦκον χειμῶνος αἰτῶ» — δηλώνει ανόητη ή άκαιρη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῦκον, όπως και τα λατ. ficus και αρμ. ťuz, είναι δάνεια από γλώσσα της Μεσογείου ή της Μικράς Ασίας].
Greek Monotonic
σῦκον: τό,
I. καρπός του δέντρου συκῆ, σύκο, Λατ. ficus, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· παροιμ., σῦκα αἰτεῖν, δηλ. είμαι λιχούδης, λαίμαργος, μου αρέσει η τρυφή, είμαι τρυφηλός, σε Αριστοφ.
II. κρεατοελιά (λόγω του σχήματος), σπίλος, εξάνθημα που εμφανίζεται πάνω στα βλέφαρα, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σῦκον: Βοιωτικ. τῦκον (Στράττις ἐν «Φοινίσσαις» 3), τό, ὁ γνωστὸς καρπὸς τῆς συκῆς, Λατ. ficus, Ὀδ. Η. 121, Ἡρόδ. 2. 40, καὶ Ἀττικ.· βασίλεια σ. ἦσαν τὰ μεγάλα, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 130a· ― τὸ ἐσθίειν σῦκα κατὰ τὰς θερμὰς ὥρας τῆς ἡμέρας ἐνομίζετο πρόξενον πυρετοῦ, Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις» 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 76, Νικοφῶν ἐν «Σειρῆσιν» 1· ξηρὰ σ. Πλάτ. Νόμ. 845Β· ― παροιμ., ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων, ὅσων ἀπέχουσιν ἀνατολαὶ ἀπὸ δυσμῶν, Ἡνίοχ. ἐν «Τροχίλῳ» 1. 2· σῦκα αἰτεῖν, παροιμ. = τρυφᾶν, Ἀριστοφ. Σφ. 303. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σῦκον αἰτεῖν· κολακεύειν». ― σῦκον χειμῶνος ζητεῖν, ἐπὶ ἀνοήτου ἐπιχειρήσεως, Μᾶρκ. Ἀντων. 11. 33). ΙΙ. ὡς ἐκ τοῦ σχήματος, σαρκώδης ἐπίφυσις ἐπὶ τοῦ βλεφάρου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1247, πρβλ. Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1085· ὡσαύτως, αἱ αἱμορροΐδες, Γαλην., πρβλ. Foës. Oecon Hipp., καὶ ἴδε σύκωσις, συκέα IV. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 1349, πρβλ. 1346.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: fig, also metaph. wart, swelling, pudenda muliebria (η 121).
Other forms: Boeot. (Stratt.) τῦκον.
Dialectal forms: Myc. su-za? f. συκία fig tree
Compounds: Often as 1. member, e.g. συκό-μορον n. fruit of the mulberry-(fig)tree (Str., Dsc. a.o.), -ος f. mulberry-(fig)tree, sycamore (Cels.), -έα f. id. (Ev. Luc. a.o.); cf. συκάμινον and μόρον.
Derivatives: A. Subst. 1. Dimin. συκ-ίδιον, -άριον n. (com.). 2. -ίς, -άς f. cutting from a fig-tree (Ar., Poll.). 3. -έα, Dor. Aeol. also -ία, IA. -έη, -ῆ, fig-tree (Od.). 4. -ίον n. fig-drink (Hp.). 5. -(ε)ών, -(ε)ῶνος m. fig-plantation (LXX, pap.). 6. -ίτης m. (οἶνος) of a fig-tree, fig-wine (Dsc.), Spartan surn. of Dionysos (Sosib.); Redard 100 a. 212; -ῖτις f. name of a precious stone, after the colour (Plin.). 7. -αλ(λ)ίς, -ίδος f. fig-throstle, Lat. fīcēdula (Epich., Arist. etc.; Niedermann Glotta 19, 9f.). B. Adj. 1. -ινος of a fig-tree, metaph. useless (IA.). 2. -ώδης fig-like, full of warts (Arist., medic.). 3. -άσιος surn. of Zeus = καθάρσιος, as figs were used for purification (Eust., H.). C. Verbs. 1. -άζω, also w. ἀπο-, to gather figs (Att.), also to investigate (f.), συκοφαντέω (Aristaenet., H.) with -αστής, -άστρια = συκο-φάντης, -φάντρια (EM, H.). 2. -ίζομαι to be foddered with figs (AP). 3. -όομαι id. (AP), from where -ωτός foddered with figs (Aët.), ἧπαρ σῦκον liver fatted with figs, Lat. fĩcātum (Gal., Orib.), -ωσις f., -ωμα n. formation of warts, -ωτικός related to warts (medic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Like Lat. fīcus and Arm. t`uz fig LW [loanword] from unknown, Mediterranean or Anatolian source. Lit. in W.-Hofmann s.v. The variation must be explained from a form *tyuk-, with a palatalized /t/..
Middle Liddell
σῦκον, ου, τό,
I. the fruit of the συκῆ, a fig, Lat. ficus, Od., etc.: proverb., σῦκα αἰτεῖν, i. e. to be dainty, Ar.
II. a wart on the eyelid, Ar.
Frisk Etymology German
σῦκον: (seit η 121),
{sũkon}
Forms: böot. (Stratt.) τῦκον
Grammar: n.
Meaning: Feige, auch übertr. ‘Feigwarze, Geschwulst, pudenda muliebria’.
Composita: Oft als Vorderglied, z.B. συκόμορον n. ‘Frucht des Maulbeer(feigen)baums' (Str., Dsk. u.a.), -ος f. ‘Maulbeer(feigen)baum, Sykomore’ (Cels.), -έα f. ib. (Ev. Luk. u.a.); vgl. συκάμινον und μόρον.
Derivative: Viele Ableitungen. A. Subst. 1. Demin. συκίδιον, -άριον n. (Kom.). 2. -ίς, -άς f. Schnittling vom Feigenbaum (Ar., Poll.). 3. -έα, dor. äol. auch -ία, ion. att. -έη, -ῆ, myk. su-za? f. Feigenbaum (seit Od.). 4. -ίον n. Feigentrank (Hp.). 5. -(ε)ών, -(ε)ῶνος m. Feigenpflanzung (LXX, Pap.). 6. -ίτης m. (οἶνος) vom Feigenbaum, Feigenwein (Dsk.), spartan. Bein. des Dionysos (Sosib.); Redard 100 u. 212; -ῖτις f. N. eines Edelsteins, nach der Farbe (Plin.). 7. -αλ(λ)ίς, -ίδος f. Feigendrossel, lat. fīcēdula (Epich., Arist. usw.; Niedermann Glotta 19, 9f.). B. Adj. 1. -ινος vom Feigenbaum, übertr. unnütz (ion. att.). 2. -ώδης ‘feigenähnlich, voll Feig- warzen’ (Arist., Mediz.). 3. -άσιος Bein. des Zeus = καθάρσιος, weil die Feigen als Reinigungsmittel gebraucht wurden (Eust., H.). C. Verba. 1. -άζω, auch m. ἀπο-, Feigen ernten (att.), auch ‘(F.) untersuchen, συκοφαντέω’ (Aristaenet., H.) mit -αστής, -άστρια = συκοφάντης, -φάντρια (EM, H.). 2. -ίζομαι mit Feigen gefüttert werden (AP). 3. -όομαι ib. (AP). wovon -ωτός mit Feigen gefüttert (Aët.), ἧπαρ ~ mit Feigen gemästete Leber, lat. fĩcātum (Gal., Orib.), -ωσις f., -ωμα n. Feigwarzenbildung, -ωτικός ‘auf Feigwarzen be- züglich’ (Mediz.).
Etymology: Wie lat. fīcus und arm. t‘uz Feige LW aus unbekannter, mediterraner od. kleinasiatischer, Quelle. Lit. bei W.-Hofmann s.v. Pelasgische Erklärung (zu idg. tēu- schwellen) bei Carnoy REGr. 69, 285.
Page 2,818
Chinese
原文音譯:sàkon 需寬
詞類次數:名詞(4)
原文字根:無花果 相當於: (תְּאֵנָה)
字義溯源:無花果*
同源字:1) (συκῆ)無花果樹 2) (συκομορέα)桑樹-無花果樹 3) (σῦκον)無花果 4) (συκοφαντέω)無花果-告發
出現次數:總共(4);太(1);可(1);路(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 無花果(3) 太7:16; 路6:44; 雅3:12;
2) 無花果的(1) 可11:13
Mantoulidis Etymological
(=ὁ καρπός τῆς συκιᾶς). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: συκῆ, συκάζω (=μαζεύω σῦκα, ἐρευνῶ περίεργα), συκαστής (=συκοφάντης), σύκινος, συκίζω (=παχαίνω μέ σῦκα), συκοφάντης (=αὐτός πού κατάγγελνε κάποιον ὅτι παράνομα βγάζει ἔξω ἀπό τήν Ἀττική σῦκα), συκωτός (=αὐτός πού τρέφεται μέ σῦκα καί παχαίνει).
Léxico de magia
τό bot. higo ἡ δεῖνά σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα ... πυρῆνά τε καὶ κρόμμυον τὸ μόνον, σκόρδον τε, σύκων ἄλφιτον fulana presenta en tu honor una horrible ofrenda: huesos de fruta, una cebolla única, un ajo y harina de higos P IV 2585 ὥρᾳ τρίτῃ μορφὴν ἔχεις αἰλούρου, γεννᾷς δένδρον σύκων en la hora tercera tienes forma de gato, engendras una higuera (ref. al sol según las horas) P III 507