καταστύφελος
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A very hard or rugged, πέτρη, χῶρος, h.Merc. 124, Hes.Th.806.
German (Pape)
[Seite 1383] sehr hart, fest, πέτρη, χῶρος, H. h. Herc. 124 Hes. Th. 806.
Greek (Liddell-Scott)
καταστύφελος: ῠ, ον, λίαν τραχὺς ἢ ἀπότομος πέτρη, χῶρος Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἡσ. Θ. 806· «κατάξηρος» καθ’ Ἡσύχ.