Adv., (διαθρύπτω)
A weakly, Pl.Lg.922c.
[Seite 605] weichlich, üppig, Plat. Legg. XI, 922 c.
διατεθρυμμένως: ἐπίρρ. (διαθρύπτω) ἐκτεθηλυμμένως, Πλάτ. Νόμ. 922C.