ον,
A shooting crows: κορωνοβόλον, τό, sling or bow for crow-shooting, etc., AP7.546.
κορωνοβόλος: -ον, ὁ βάλλων, κτυπῶν κορώνας· κορωνοβόλον, τό, σφενδόνη ἢ τόξον πρὸς τόξευσιν κορωνῶν κτλ., Ἀνθ. Π. 7. 546.