περιπατητής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who walks about, Gloss.
German (Pape)
[Seite 586] ὁ, der Herumgehende, der Spaziergänger (?).
Greek (Liddell-Scott)
περιπᾰτητής: -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.
οῦ, ὁ,
A one who walks about, Gloss.
[Seite 586] ὁ, der Herumgehende, der Spaziergänger (?).
περιπᾰτητής: -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.