περιπατητής
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
περιπατητοῦ, ὁ, one who walks about, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 586] ὁ, der Herumgehende, der Spaziergänger (?).
Greek (Liddell-Scott)
περιπᾰτητής: -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ και περπατητής, θηλ. περιπατήτρια, Ν περιπατώ / περπατώ
αυτός που κάνει περίπατο για ξεκούραση και αναψυχή.