Adv., (μηνίω)
A angrily, Pl.Ep.319b.
[Seite 129] erzürnter Weise, ἀποκρίνασθαι, Plat. Ep. III, 319 b.
μεμηνῑμένως: Ἐπίρρ. (μηνίω) μετ’ ὀργῆς, ὠργισμένως, Πλάτ. Ἐπιστ. 319Β.