μεμηνιμένως

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμηνῑμένως Medium diacritics: μεμηνιμένως Low diacritics: μεμηνιμένως Capitals: ΜΕΜΗΝΙΜΕΝΩΣ
Transliteration A: memēniménōs Transliteration B: memēnimenōs Transliteration C: meminimenos Beta Code: memhnime/nws

English (LSJ)

Adv., (μηνίω) angrily, Pl.Ep.319b.

German (Pape)

[Seite 129] erzürnter Weise, ἀποκρίνασθαι, Plat. Ep. III, 319 b.

Russian (Dvoretsky)

μεμηνῑμένως: сердито, гневно (ἀποκρίνεσθαι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μεμηνῑμένως: Ἐπίρρ. (μηνίω) μετ’ ὀργῆς, ὠργισμένως, Πλάτ. Ἐπιστ. 319Β.

Greek Monolingual

μεμηνιμένως (Α)
επίρρ. οργισμένα, με θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμηνιμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μηνίω.