ον, contr. δῐχό-νους, ουν,
A double-minded, Ph.2.269, cf. 663.
[Seite 647] zsgz. -νους, uneinig; tückisch; Philo.
δῐχόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, διπλοῦν ἔχων τὸ φρόνημα, Φίλων 2. 269.