η, ον,
A made of narcissus, Cratin.344, Dsc.1.53. II of the colour of νάρκισσος, PRyl.154.8 (i A.D.).
[Seite 229] von Narkissos, ἔλαιον, Diosc.
ναρκίσσῐνος: -η, -ον, ἐκ ναρκίσσου πεποιημένος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 19, Διοσκ. 1, 63.