ἐπιπακτόω

Revision as of 10:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A shut close, τὰς θύρας Ar.Fr.721.

German (Pape)

[Seite 967] zumachen, verschließen, θύρας, Ar. bei Poll. 10, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπακτόω: κλείω καλῶς, τὰς θύρας, «τῷ δὲ κλεῖσαι ἴσον τὸ πακτοῦν καὶ τὸ ἐπιπακτοῦν τὰς θύρας ἐστίν, ὥσπερ τῷ ἀνοίγειν ταὐτὸν τὸ λύειν, κτλ. Πολυδ. Ι΄, 27 (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 608).