ἐμπερίβολος
English (LSJ)
ον, (περιβολή)
A ornate, expanded, Aristid.Rh.2 P.533 S.; λόγος Hermog.Id.1.11; προοίμια Men.Rh.p.400S.
German (Pape)
[Seite 812] (mit einem Umwurf), mit Schmuck angethan; bes. λόγος, vom prunkhaften Styl, Rhetor.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερίβολος: -ον, ὁ, ἐπὶ λόγου, περικεκοσμημένος διὰ πολλῶν λέξεων καὶ φράσεων, ἐγκατάσκευος, ἐνδιάσκευος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπερίβλητος καὶ καθαρός, Ἑρμογ. Ρητ. 262. 9, Δράκ. 140. 20. - Ἐπίρρ. ἐμπεριβόλως Ἄννα Κομν. σ. 145D.