ἐγκατάσκευος

English (LSJ)

ἐγκατάσκευον, elaborate, ornate, of style, opp. ἁπλοῦς, D.H.Comp.18, al., cf. Phld.Rh.1.164S., Demetr.Eloc.15. Adv. ἐγκατασκεύως S.E.M.2.56.

Spanish (DGE)

-ον
I 1ret. bien construido, muy elaborado ref. el estilo λόγος Demetr.Eloc.15, Phld.Rh.1.164, Trypho Trop.p.191, Plu.Vit.Hom.2.15, Anon.in Rh.220.33, φράσις D.H.Comp.18.14, λέξις D.H.Dem.6.1, cf. 10.4, τρόπος (διηγήσεως) Hermog.Inu.2.7 (p.122), como un tipo de διήγησις op. ἁπλοῦς y ἐνδιάσκευος Sch.Opp.H.1.209.
2 convenientemente preparado, bien dispuesto τὰ γεγονότα Iren.Lugd.Haer.4.38.3, διφθέραι Eus.VC 4.36.2, ἡ κατάστασις Sopat.Rh.Tract.230.8.
3 opulento, bien provisto οὐσία Artem.4.17.
II adv. -ως de manera bien construida ἡ (λέξις) ... ἐ. δηλοῦσα τὰ πράγματα S.E.M.2.56, διηγεῖσθαι ... ἐ. Sch.Opp.H.1.209.

German (Pape)

[Seite 706] künstlich gearbeitet; bes. vom Styl, rhetorisch geschmückt, geziert; Gegensatz ἁπλοῦς; Dion. Hal. oft; οὐσία Artemid. 4, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατάσκευος: -ον, τεχνητέως ἐξειργασμένος, ἐπὶ ὕφους, ἀντίθ. τῷ ἁπλοῦς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 118. ― Ἐπίρρ. -ως Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 56.

Greek Monolingual

έγκατάσκευος, -ον (Α)
(για ύφος) τεχνικά επεξεργασμένος ή ρητορικά στολισμένος.