ὁ, (δαμάζω)
A Horse-Tamer, epith. of Poseidon, Pi.O.13.69.
Δᾰμαῖος: ὁ, ἐπιθ. τοῦ Ποσειδῶνος, πιθ. ἐκ τοῦ δαμάζω, ἱππο-δαμαστής, Πίνδ. Ο. 13. 98.