ἀπευνάζω

Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A lull to sleep, ἀπευνασθέντος κακοῦ (ἀπ' εὐνασθέντος κ. cod. L) S.Tr.1242.

German (Pape)

[Seite 289] zur Ruhe bringen, lindern, κακοῦ ἀπευνασθέντος Soph. Tr. 1232, Schol. καταπραϋνθέντος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπευνάζω: κατευνάζω, καταπραΰνω, κοιμίζω, ἀπευνασθέντος κακοῦ (Dind. ἀπ’ εὐνασθέντος κ) Σοφ. Τρ. 1242, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.