ητος, ἡ,
A dimness, αἰσθήσεων Ph.2.432;faintness, of the pulse, Gal.9.15; indistinctness, opp. τρανότης, Plot.1.4.3.
[Seite 130] ἡ, Undeutlichkeit, Schwäche, Sp.
ἀμυδρότης: -ητος, ἡ, ἡ ἀσάφεια, Φωτ. Βίβλ. 491, 14, κτλ.