εως, ἡ,
A dividing, distributing, X.An.7.1.37.
[Seite 523] ἡ, die Theilung, Xen. An. 7, 1, 37.
δάσμευσις: -εως, ἡ, = διαίρεσις, διανομή, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 37.