διανομή
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ἡ,
A distribution, Pl.R.535a, Arist.Pol.1329b41, etc.; παλαιὰς δ. καταφθίσας A.Eu.727; μισθῶν διανομαί Plu.Per.9; especially of doles or largess, IG12(5).663.22 (Syros), 951.13 (Tenos), M.Ant. 1.16, Luc.Pisc.41, App.BC1.27.
2 division or factorization of numbers, Pl.Lg.747a,771c, al.
II regulation, τῇ δ. τῶν πραγμάτων ἕπεσθαι Plu.2.102e; τὴν τοῦ νοῦ δ. ἐπονομάζοντας νόμον Pl.Lg. 714a.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 reparto, distribución σύ τοι παλαιὰς διανομὰς καταφθίσας arruinando tú el antiguo reparto de poderes entre los dioses, A.Eu.727, διῃρεῖτο σχήματα ... ἐν τῇ διανομῇ τῇ κατ' ἀρχάς el demiurgo, Pl.Ti.73c, cf. Cra.431b, ὁ Ἐπιμηθεὺς ... ἐν τῇ διανομῇ ἠμέλησεν ἡμῶν Epimeteo nos olvidó en el reparto de las cualidades, Pl.Prt.361d, cf. R.535a, τὸ γὰρ δίκαιον ἐν ταῖς διανομαῖς Arist.EN 1131a25, cf. 1131b10, ᾐτιῶντο τὴν διανομὴν οὐκ ἄνισον del botín de guerra, Plu.Cim.9, cf. D.H.9.53, Str.8.3.28, Eun.Hist.42.17, c. gen. obj. φυλακὴ τῶν ἔνδον καὶ δ. X.Oec.7.39, διανομαὶ τιμῆς ἢ χρημάτων ἢ τῶν ἄλλων Arist.EN 1130b31, τῶν ἀριστείων Str.12.3.33, μισθῶν Plu.Per.9, τῇ διανομῇ τῶν πραγμάτων ἀνεγκλήτως ... ἕπεσθαι Plu.2.102e, ἡ ... τέκνων δικαιοτάτη δ. πρὸς λόγους ἐστὶν ἀδικωτάτη Plu.2.1000a, τῆς σοφίας Philostr.VA 5.15, τῶν τοῦ πνεύματος χαρισμάτων Pamph.Mon.Solut.9.53, c. dat. de pers. δ. ἐπαρχιῶν τοῖς περὶ Κάσσιον καὶ Βροῦτον Plu.Ant.14, εἰς διανομὴν τοῖς πρεσβυτέροις δηνάρια μύρια IEphesos 3214.3 (I d.C.), ἔσται τοῖς βουλευταῖς δ. ... αὐτοῖς τοῖς παροῦσιν IEphesos 2111.3 (imper.)
•esp. distribución de dádivas τὸν δῆμον ἐν θέαις καὶ διανομαῖς καὶ πανηγύρεσι ... διῆγον Luc.Phal.1.3, cf. ITr.13, I.AI 16.128, Plu.Cor.16, Luc.Gall.22, M.Ant.1.16, ἥκειν εἰς ἀκρόπολιν ἐπὶ τὴν διανομήν Luc.Pisc.41, τὰ χρήματα χωρεῖν ἐς διανομάς App.BC 1.27, cf. D.H.8.71, ἵνα ... λαμβάνωσιν διανομὴν οἱ παρόντες ἀνὰ δραχμὰς ἰσομοίρας IEphesos 4123.11 (imper.), ἔδωκεν ταῖς μὲν γυναιξὶ διανομῆς ἀνὰ ἀσσάρια ὀκτώ dió a las mujeres en distribución ocho asarios por cabeza, IG 12(5).663.18 (Siro II d.C.), δόντα ... πᾶσιν ... διανομήν IG 12(5).951.13 (Tenos III d.C.)
•en pap. n. de diversos impuestos καταβαλλομέν(ων) τῶν ὑπὲρ διανομῆς (δραχμῶν) ιβ Stud.Pal.20.14.10 (II d.C.), διὰ Ἡλία πιστικ(οῦ) λόγῳ διανομῆς τρισκαιδεκάτης ἰν(δικτίωνος) PKlein.Form.121.4 (VI d.C.), cf. 180.4 (VI d.C.), 204.3 (VII d.C.), para fines caritativos PAmh.154.9 (VI/VII d.C.).
2 mat. división τῶν ἀριθμῶν διανομαί Pl.Lg.747a, cf. 771c, 819b, εἰς τέτταρα μέρη δ. Str.9.1.6, τὴν διανομὴν εἰς τρεῖς ἴσους λαμβάνων περισσούς del número nueve, Plu.2.744a.
3 disposición, regulación τὴν τοῦ νοῦ διανομὴν ἐπονομάζοντες νόμον Pl.Lg.714a, ἡ τῆς ἁρμονίας δ. Ach.Tat.8.6.5.
German (Pape)
[Seite 593] ἡ, 1) Vertheilung, Austheilung; Plat. Tim. 73 c; bes. Spende an das Volk, Plut. Pericl. 9 Coriol. 16. – 2) Verwaltung, Regierung; πραγμάτων Plut. Consol. ad Apoll. p. 318.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 distribution, partage;
2 direction.
Étymologie: διανέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διανομή -ῆς, ἡ [διανέμω] verdeling:. σίτου van voedsel Plut. Mar. 4.7; τῆς γῆς van de aarde Plat. Lg. 737b; τῶν ἀριθμῶν van getallen Plat. Lg. 747a. ordening:. τὴν τοῦ νοῦ διανομὴν ἐπονομάζοντας νόμον door de ordening die het verstand aanbrengt ‘wet’ te noemen Plat. Lg. 714a.
Russian (Dvoretsky)
διανομή: ἡ
1 раздел, раздача (χρημάτων Arst.; ἐπαρχιῶν διανομαί Plut.; διανομαὶ ἄφιλοι Aesch. - v.l. διαρταμή и διατομή); распределение (sc. τῶν μαθημάτων Plat.);
2 установление, порядок (παλαιαὶ διανομαί Aesch.; δ. τῶν πραγμάτων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διανομή: ἡ, διαμοίρασις, Πλάτ. Πολ. 535Α, Νόμ. 714Α, κτλ.· παλαιὰς διανομὰς καταφθίσας Αἰσχύλ. Εὐμ. 727 (ὡς ἀναγινώσκεται ἐν τῷ Σχολ. Εὐρ. Ἀλκ. 12 ἀντὶ δαίμονας)· ἰδίως ἐπὶ μικρῶν βοηθειῶν διανεμομένων εἰς πένητας πολίτας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2336 (ἴδε προσθήκ.), 2347k (προσθήκ.), 2719 κ. ἀλλ. ΙΙ. διοίκησις, Πλούτ. 2. 102Ε.
Greek Monolingual
η (AM διανομή) διανέμω
μοίρασμα, μοιρασιά, κατανομή
νεοελλ.
1. ο τόπος όπου διενεργείται η διανομή
2. υπηρεσία διανομής
3. διάθεση ηλεκτρικής ενέργειας ή φωταερίου, νερού κ.λπ. στους καταναλωτές μέσω σχετικού δικτύου
αρχ.
1. χωρισμός σε μέρη
2. διοίκηση
3. παροχή δώρων ή βοηθημάτων
4. διάκριση (αξιωμάτων, αντιλήψεων, προσώπων).
Greek Monotonic
διανομή: ἡ (διανέμω), σε Αισχύλ., Πλάτ.
Middle Liddell
διανομή, ἡ, n διανέμω
a distribution, Aesch., Plat.
Translations
distribution
Arabic: تَوْزِيعٌ; Bengali: বিতরণ; Bulgarian: разпределяне; Catalan: distribució; Chinese Mandarin: 分配, 分布; Czech: distribuce; Danish: distribution, fordeling; Dutch: distributie, uitdeling, verdeling; Esperanto: disdono, distribuado; Estonian: jaotus; Finnish: levittäminen, levitys, jako, jakaminen, jakautuminen; French: distribution; Galician: distribución; German: Distribution, Verbreitung, Austeilung; Greek: διανομή; Ancient Greek: διανομή; Hebrew: הפצה, חלוקה, פיזור; Irish: leatacht; Italian: distribuzione; Japanese: 配布, 配分; Latin: divisio; Malay: pengedaran, pengagihan; Maori: tuaritanga; Norwegian Bokmål: distribusjon; Nynorsk: distribusjon; Occitan: distribucion; Persian: توزیع; Polish: dystrybucja; Portuguese: distribuição; Romanian: distribuire; Russian: распространение, раздача, распределение, дистрибуция; Scottish Gaelic: sgaoileadh; Serbo-Croatian Cyrillic: расподјела, дистрибуција, раздиоба; Roman: rȁspodjela, distribúcija, ràzdioba; Spanish: distribución; Swedish: distribution, fördelning; Volapük: dilamosegiv