ὀκτάκιν
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάκιν: (= ὀκτάκις), Ἐπιγρ. πανάρχαιος Σπάρτης, Mitth. d.d. arch. Inst. II, σ. 318. = IG. ant. 79. Αὐτόθι καὶ τά: ἑπτάκιν, τετράκιν. Καὶ ἐν Τεγεατικῇ δέ τινι ἐπιγραφῇ τῇ ἐν CIG 1511, στ. 11 καὶ 12 ὑποκρύπτονται τῆς αὐτῆς καταλήξ. ἐπιρρήματα, ὥς τινες παρετήρησαν, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδ.