προτιμυθέομαι
English (LSJ)
Ep. for προσμυθέομαι.
German (Pape)
[Seite 793] dor. statt προσμυθέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
προτιμῡθέομαι: Ἐπικ. ἀντὶ προσμυθέομαι.
Ep. for προσμυθέομαι.
[Seite 793] dor. statt προσμυθέομαι.
προτιμῡθέομαι: Ἐπικ. ἀντὶ προσμυθέομαι.