προσμυθέομαι

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμῡθέομαι Medium diacritics: προσμυθέομαι Low diacritics: προσμυθέομαι Capitals: ΠΡΟΣΜΥΘΕΟΜΑΙ
Transliteration A: prosmythéomai Transliteration B: prosmytheomai Transliteration C: prosmytheomai Beta Code: prosmuqe/omai

English (LSJ)

Ep. προτιθέομαι, address, accost, Od.11.143: also c. dat., οἱ.. ἔπος π. Theoc.25.66.

German (Pape)

[Seite 773] anreden; dor. προτιμυθήσασθαι, Od. 11, 143; ποτιμ., Theocr. 25, 66.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-μυθέομαι zeggen tegen, met acc. en dat.: μή τί οἱ οὐ κατὰ καιρὸν ἔπος προτιμυθήσαιτο opdat hij hem niet op een ongelegen moment zou toespreken Theocr. Id. 25.66.

Russian (Dvoretsky)

προσμῡθέομαι: дор. προτῐμῡθέομαι и ποτῐμῡθέομαι обращаться с речью (οὐδέ τινα ἰδεῖν οὐδὲ προτιμυθήσασθαι Hom.; ποτιμυθήσασθαί τινι Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

προσμῡθέομαι: ἀποθ., προσαγορεύω, προσφωνῶ, Ὀδ. Λ. 143, ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ προτιμυθήσασθαι· ὡσαύτως μετὰ δοτικ., μὴ τί οἱ… ἔπος προτιμυθήσαιτο Θεόκρ. 25.66.

Greek Monotonic

προσμῡθέομαι: αποθ., προσαγορεύω, προσφωνώ, σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. και Δωρ. απαρ. αορ. αʹ προτιμυθήσασθαι· με δοτ., σε Θεόκρ.

Middle Liddell

Dep. to address, accost, Od.: epic and doric aor1 inf. προτιμυθήσασθαι; c. dat., Theocr.