ὑψικάρηνος

Revision as of 10:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A high-topped, δρύες Il.12.132, h.Ven. 264; ἄγκος Call.Fr.anon.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν κορυφήν, ἢ ἐλάται ἡὲ δρύες ὑψικάρηνοι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 265· ἄγκος ὑψικάρηνον Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἄγκος.