ἴσθι
English (LSJ)
A know, imper. of οἶδα. II ἴσθι, be, imper. of εἰμί.
German (Pape)
[Seite 1263] imperat. zu εἰμί, sei, und zu οἶδα, wisse.
Greek (Liddell-Scott)
ἴσθι: γίνωσκε, προστακτ. τοῦ οἶδα. ΙΙ. ἴσθι, ἔσο, προστ. τοῦ εἰμί.
A know, imper. of οἶδα. II ἴσθι, be, imper. of εἰμί.
[Seite 1263] imperat. zu εἰμί, sei, und zu οἶδα, wisse.
ἴσθι: γίνωσκε, προστακτ. τοῦ οἶδα. ΙΙ. ἴσθι, ἔσο, προστ. τοῦ εἰμί.