ἀσύνοπτος
English (LSJ)
ον,
A not easily perceived, opp. εὐσύνοπτος, Aeschin.2.146, J.BJ7.6.1, Secund.Sent.1,15.
German (Pape)
[Seite 380] unkenntlich, dunkel, τοῖς πολλοῖς Aeschin. 2, 146.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύνοπτος: -ον, ὁ μὴ εὐκόλως διακρινόμενος, δυσδιάκριτος, ἅ ἐστι τοῖς μὲν πολλοῖς ἀσύνοπτα Αἰσχίν. 47, 31.