ἀσύνοπτος

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύνοπτος Medium diacritics: ἀσύνοπτος Low diacritics: ασύνοπτος Capitals: ΑΣΥΝΟΠΤΟΣ
Transliteration A: asýnoptos Transliteration B: asynoptos Transliteration C: asynoptos Beta Code: a)su/noptos

English (LSJ)

ἀσύνοπτον, not easily perceived, undiscerning, that cannot be encompassed in the gaze, difficult to perceive, opp. εὐσύνοπτος, Aeschin.2.146, J.BJ7.6.1, Secund.Sent.1,15.2 obtuse Isid.Pel.Ep.M.78.356B.

Spanish (DGE)

-ον
1 de cosas de difícil percepción ἃ ... τοῖς ... πολλοῖς ἀσύνοπτα los hechos que escapan a los ojos del vulgo Aeschin.2.146, φάραγξις ... ἀ. barranco del que no se alcanza a ver el fondo I.BI 7.167, ἀ. ὕψωμα Secund.Sent.1, cf. D.S.5.77
neutr. como adv. sin discernir, sin ver = ἀσύνοπτα θεωροῦντας Praxiph.7.8.
2 de pers. obtuso Isid.Pel.Ep.M.78.356B.

German (Pape)

[Seite 380] unkenntlich, dunkel, τοῖς πολλοῖς Aeschin. 2, 146.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on ne peut embrasser d'un coup d'œil, difficile à saisir.
Étymologie: , σύνοπτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύνοπτος: невидимый, незаметный (τινι Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύνοπτος: -ον, ὁ μὴ εὐκόλως διακρινόμενος, δυσδιάκριτος, ἅ ἐστι τοῖς μὲν πολλοῖς ἀσύνοπτα Αἰσχίν. 47, 31.

Greek Monolingual

ἀσύνοπτος, -ον (AM) σύνοπτος < συνορώ]
1. αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο δυσδιάκριτος
2. εκείνος που δεν διακρίνεται καθαρά στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον.

Greek Monotonic

ἀσύνοπτος: -ον, αυτός που δεν διακρίνεται εύκολα, δυσδιάκριτος, σε Αισχίν.