ον,
A unmourned, unlamented, A.Ch.433,511.
ἀνοίμωκτος: -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, Αἰσχύλ. Χο. 433. 511: - Ἐπίρρ. ἀνοιμωκτὶ [ῑ], ἄνευ οἰμωγῆς, ὅθεν ἀτιμωρητί, Σοφ. Αἴ. 1227.