κῆρυξ, κελευστής, σαλπιγκτήρ, Hsch.
[Seite 405] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych.
ὀτρυντήρ: ῆρος, ὁ, (ὀτρύνω) ὁ ὀτρύνων, κελεύων, «κήρυξ. κελευστής, σαλπι(γ)κτὴρ» Ἡσύχ.