ὀτρύνω
English (LSJ)
[ῡ], Ep. inf.
A ὀτρυνέμεν Il.4.286: impf. ὤτρυνον Hom. (v. infr.), etc.; Iterat. ὀτρύνεσκον Il.24.24: fut. ὀτρῠνέω Hom. (v. infr.): Ep. aor. ὄτρῡνα Od.17.430:—Med. or Pass., only in pres. and impf. (v. infr.): poet. Verb, the compd. ἐποτρύνω being used in Prose: (v. sub fin.):—stir up, egg on, encourage, esp. to battle, to any sudden or violent exertion, τινα Il.5.482, 10.158, etc.; τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν ὀτρύνεις; 8.294; ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου 5.470: freq. c. inf., ὀπτῆρας . . ὄτρυνα νέεσθαι Od.17.430; ὀ. τινὰ μάχεσθαι Il.4.294,414, etc.; γήμασθαι Od. 19.158, etc.; ἡμέας ὀτρύνων καταπαυέμεν 2.244: without inf., ἦ τιν' ἑταίρων ὀτρυνέεις Τρώεσσιν ἐπίσκοπον (sc. ἰέναι); Il.10.38; ὃν ναῶν Ἕκτωρ ὤτρυνε κατόπταν E.Rh.558(lyr.): with Preps., Ἑρμείαν . . νῆσον ἐς Ὠγυγίην ὀτρύνομεν (sc. ἰέναι) Od.1.85, cf. Il.15.59; σέ γε θυμὸς ὀ. ἐπὶ νῆας 24.289; τὸν δ' ὀ. πόλιν εἴσω Od. 15.40; ποτὶ δῶμα 17.75; προτὶ Ἴλιον Il.19.156; πόλινδε Od.15.306; πόλεμόνδε Il.2.589; ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας Pi.N.10.23: rarely followed by ὡς, Ὀδυσῆα ὄτρυν', ὡς ἂν πύρνα . . ἀγείροι Od. 17.362: rarely also c. dat. pers. et inf., ὤτρυνον . . θεραπόντεσσιν φυλάξαι Pi.P.4.41:—Med. or Pass., rouse oneself, bestir oneself, hasten, c. inf., ἕπεσθαι Od.10.425; ὀτρυνώμεθ' ἀμυνέμεν ἀλλήλοισιν Il.14.369, cf. Od.17.183; ὑμεῖς δ' ὀτρύνεσθαι... ὥς κ' ἐμὲ . . ἐπιβήσετε πάτρης 7.222:—the Act. in this intr. sense is only f.l. in Il. 7.420.
2 less freq. of animals, urge on, cheer on, οὐρῆας 23.111; ἵππους τε καὶ ἀνέρας 16.167, etc.; κύνας 18.584.
3 of things, urge forward, quicken, speed, πομπὴν ὀτρύνετε Od.7.151, cf. 8.30; τούτῳ δ' ὀτρυνέει Μέντωρ ὁδόν 2.253; ἀγγελίην ὀτρύνομεν 16.355; μάχην ὤτρυνον Ἀχαιῶν Il.12.277; βοὰν ὤτρυνε λαῶν = roused the shouts of the people, B.8.35 (s. v.l.).—Ep. Verb, used now and then by Trag., in lyr., A. Th.726, E.Rh.25,558: in trim., S.Aj.60,771, El.28, E.Alc. 755: rare even in later Prose, Arist.Mu.399b11. (Prob. ὀ-τρῠ-ν-yω, with ὀ- prefix (as in ὀ-κέλλω); -τρῠ- perhaps cogn. with Skt. tvárate 'hasten'.)
German (Pape)
[Seite 405] antreiben, ermuntern, zum Kampf u. übh. zu einer raschen, Kraft erfordernden Thätigkeit; Λυκίους, Il. 5, 482; ὀτρύνεις δὲ καὶ ἄλλον ὅθι μεθιέντα ἴδηαι, 13, 229; τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν ὀτρύνεις, 8, 294, wie ὄτρυνε πάρος μεμαυῖαν 4, 73, öfter; ἔμ' ὀτρύνει κραδίη, 10, 319; θυμός, wo ἐπὶ νῆας dabeisteht, 24, 259; auch γαστήρ, Od. 18, 54; – c. inf., πολεμίζειν, μάχεσθαι, Il. 4, 294. 414. 5, 520 u. öfter; auch μάλα δ' ὀτρύνουσι τοκῆες γήμασθαι, Od. 19, 158; καταπαυέμεν, 2, 244; ἀνστήμεναι, Il. 10, 55, vgl. Od. 8, 90; πομπήν τ' ὀτρύνω δόμεναι, 9, 518. 14, 374; – εἴς τι, z. B. ἐς βρωτύν, zum Essen, Il. 19, 205, vgl. 15, 59 Od. 1, 85. 15, 37; – ἐπί τι, Il. 24, 289; – πόλιν εἴσω, Od. 15, 40; πόλινδε, nach der Stadt zu gehen, 15, 306, wie πόλεμόνδε, 2, 589. 19, 69; – seltener von Tieren, antreiben, anspornen, οὐρῆας, Il. 23, 111, ἵππους, 16, 167 u. öfter, κύνας, 18, 584; von Sachen, πομπήν, betreiben, beschleunigen, mit emsigem Eifer, Od. 7, 151. 8, 30. 11, 357; ὁδόν τινι, 2, 253; ἀγγελίην, 16, 355; auch μάχην, Il. 22, 277; – pass. eilen, Od. 7, 222, u. so ist auch Il. 7, 420 mit Bekker ὠτρύνοντο νέκυς τ' ἀγέμεν für ὤτρυνον νέκυάς τ' ἀγέμεν zu lesen. – So auch die folgdn Dichter, bes. c. inf., ἐμὲ πὰρ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν, Pind. Ol. 3, 38, vgl. N. 1, 7 P. 4, 164; ὄτρυνον ἑταίρους κελαδῆσαι, Ol. 6, 87; auch auffallend c. dat. der Person, ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ θεραπόντεσσιν φυλάξαι, P. 4, 40; ὤτρυνε θεσμὸν μὴ χαρίζεσθαι πυρός, Aesch. Ag. 295; Ἔρις ἅδ' ὀτρύνει, Spt. 708; ὀτρύνουσά νιν, Soph. Ai. 758; σὺ ἡμᾶς τ' ὀτρύνεις καὐτὸς ἐν πρώτοις ἕπει, El. 28; ὄτρυν' ἔγχος ἀείρειν, Eur. Rhes. 25; ὤτρυνεν φέρειν, Alc. 758; einzeln bei sp. D.
French (Bailly abrégé)
impf. ὤτρυνον, f. ὀτρυνῶ, ao. ὤτρυνα, pf. inus.
Pass. seul. prés. et ao. ὠτρύνθην;
pousser, exciter, presser, acc. ; τινα ἔς τι, ἐπί τι, presser qqn d'aller vers qch : πόλινδε OD presser qqn d'aller à la ville ; πόλεμόνδε τινά IL presser qqn d'aller au combat ; ὁδόν τινι OD presser qqn de se mettre en route ; νῆα ἐς πόλιν OD se hâter d'envoyer le navire vers la ville ; avec un inf. : exciter qqn à faire qch;
Moy. ὀτρύνομαι se presser, s'empresser, avec l'inf..
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Τρε, être agité ; v. τρέω ; cf. lat. tremo.
Russian (Dvoretsky)
ὀτρύνω: (ῡ) (impf. ὤτρῡνον - эп. ὄτρῡνον, iter. ὀτρύνεσκον, fut. ὀτρῠνῶ - эп. ὀτρῠνέω, aor. ὤτρῡνα - эп. ὄτρῡνα, 1 л. pl. conjct. ὀτρύνωμεν - эп. ὀτρύνομεν; эп. inf. praes. ὀτρυνέμεν)
1 расталкивать, тормошить, будить (τινά Hom.);
2 понукать, горячить, торопить (ἵππους, κύνας Hom.): τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν ὀτρύνεις; Hom. зачем ты меня торопишь, если я и сам спешу?; med. торопиться, спешить (πόλινδε ἰέναι Hom.);
3 возбуждать, распалять (μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου Hom.);
4 побуждать, подстрекать (τινὰ μάχεσθαι Hom.);
5 понуждать, заставлять, уговаривать (τινὰ γήμασθαι, ἀνστήμεναι Hom.);
6 ускорять, быстро устраивать, спешно готовить (πομπήν, ὁδόν τινι Hom.);
7 снаряжать, посылать, отправлять (τινὰ νῆσον ἐς Ὠγυγίην, ἐπὶ νῆας, πόλιν εἴσω, προτὶ Ἴλιον, ἀγγελίην Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀτρύνω: [ῡ]: Ἐπικ. ἀπαρ. ὀτρυνέμεν Ἰλ. Δ. 286· παρατ. ὤτρυνον Ὅμ., κτλ., Ἰων. ὀτρύνεσκον Ἰλ. Ω. 24· μέλλ. ὀτρῠνέω Ὅμ.: ἀόρ.· ὤτρῡνα ὁ αὐτ. - Μέσ. ἢ παθ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἴδε κατωτ.)· - ῥῆμα ποιητ., παρὰ δὲ πεζογράφοις τὸ σύνθετον ἐποτρύνω (ἴδε ἐν τέλ.). Παροτρύνω, παρακελεύομαι, παρακινῶ, παραθαρρύνω, ἰδίως εἰς μάχην, εἴς ἔργον τι βίαιον ἢ αἰφνίδιον, τινὰ Ἰλ. Ε. 82, Κ. 158, κτλ.· τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν ὀτρύνεις; Θ. 294· ὤτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου Ε. 470· - συχν. μετ’ ἀπαρ., ὀπτῆρας ... ὤτρυνα νέεσθαι Ὀδ. Ρ. 430· ὀτρ. τινὰ πολεμίζειν, μάχεσθαι Ἰλ. Δ. 294, 414, κτλ.· γήμασθαι Ὀδ. Τ. 158, κτλ.· ἡμᾶς ὀτρύνων καταπαυέμεν Β. 244· ἐνίοτε τὸ ἀπαρ. παραλείπεται, ἧ τιν’ ἑταίρων ὀτρυνέεις Τρώεσσιν ἐπίσκοπον (ἐξυπακ. ἰέναι); Ἰλ. Κ. 38· ὃν ναῶν Ἕκτωρ ὤτρυνε κατόπταν Εὐρ. Ρῆσ. 557 (λυρ.)· οὕτω μετὰ προθέσεων, Ἑρμείαν... νῆσον ἐς Ὠγυγίην ὀτρύνομεν (ἐξυπ. ἰέναι) Ὀδ. Α. 85, πρβλ. Ἰλ. Ο. 59· σέ γε θυμὸς ὀτρ. ἐπὶ νῆας Ἰλ. Ω. 289· τὸν ὀτρ. πόλιν εἴσω Ὀδ. Ο. 40· ποτὶ δῶμα Ρ. 75 προτὶ Ἴλιον Ἰλ. Τ. 156· πόλινδε Ὀδ. Ο. 306· πόλεμόνδε Ἰλ. Β. 589· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. καὶ Τραγικ.: - σπανίως ἑπομένου ὡς, Ὀδησῆα ὤτρυν’, ὡς ἂν.. μνηστῆρας ἀγείροι Ὀδ. Ρ. 362· - σπανίων μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὤτρυνον.. θεραπόντεσσι φυλάξαι Πινδ. Π. 4. 71. - Μέσ. ἢ παθ., προθυμοῦμαι, Ὀδ. Κ. 425, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., ὀτρυνώμεθ’ ἀμυνέμεν ἀλλήλοισιν Ἰλ. Ξ. 369, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 183· ὑμεῖς δ’ ὀτρύνεσθαι.., ὥς κέ με.. ἐπιβήσετε πάτρης Ὀδ. Η. 222· - τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς ἀμεταβ ταύτης ἐννοίας εἶναι ἀμφίβ. διότι καὶ ἐν Ἰλ. Η. 420 ὠτρύνοντο ἐγένετο ἤδη ἀποδεκτόν. 2) σπανιώτερον ἐπὶ ζῴων, παρακινῶ, παρορμῶ, κεντῶ, οὐρῆας Ἰλ. Ψ. 111· ἵππους Π. 167, κτλ.· κύνας Σ. 584. 3) ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἐπισπεύδω, ἐπιχύνω, πομπὴν ὀτρύνετε Ὀδ. Η. 151, πρβλ. Θ. 50· τούτῳ δ’ ὀτρυνέει Μέντωρ ὀδὸν Β. 253· ἀγγελίην ὀτρύνομεν ΙΙ. 355· μάχην ὤτρυνον Ἀχαιῶν Ἰλ. Μ. 277. - Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει ἐνιαχοῦ παρὰ Τραγ. ἐν λυρικοῖς χωρίοις, Αἰσχύλ. Θήβ. 726, Εὐρ. Ρῆσ. 25, 557· ἐν τριμέτροις, Σοφ. Αἴ. 60, 771, Ἠλ. 28, Εὐρ. Ἄλκ. 755 σπάνιον ἔτι καὶ παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 24. (Ὁ Κούρτ. φαίνεται ὅτι θεωρεῖ τὸ ὀ ὡς προθεματικὸν εἰς τὴν √ΤΡΕ ἢ ΤΡΕΣ, τρέω, τρήρων, σημαίνουσαν ταχεῖαν ὁρμητικὴν κίνησην, ἴδε Gr. Et. σ. 676). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 64.
English (Autenrieth)
inf. ὀτρῦνέμεν, ipf. iter. ὀτρύνεσκον, fut. ὀτρυνέω, aor. ὤτρῦνα, subj. ὀτρύνῃσι, inf. ὀτρῦναι: urge on, send forth, hasten, speed, encourage, mid., make haste, mostly foll. by inf., in both act. and mid., Od. 10.425; the obj. is usually a person, rarely animals or things, ἵππους, κύνας, ὀδόν τινι, Od. 2.253.
English (Slater)
ὀτρῡνω (ὀτρύνει; ὀτρύνων: impf. ὤτρυνον: aor. ὄτρυνον.)
a rouse met., c. acc. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς (N. 1.34)
b urge, prompt
I c. acc. & inf. ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν (O. 3.38) ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι (O. 6.87) “καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με τεύχειν ναὶ πομπάν” (P. 4.164) ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ' ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος (N. 1.7)
II c. dat. & inf. “ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ λυσιπόνοις θεραπόντεσσιν φυλάξαι” (byz.: ὄτρυνον codd.) (P. 4.41)
III c. acc. ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας (N. 10.23)
Greek Monolingual
ὀτρύνω (Α)
1. παροτρύνω σε κάποιο έργο που απαιτεί τόλμη
2. (σπαν. σχετικά με ζώα) παρακινώ, κεντώ, παρορμώ («οὐρῆας τ' ὠτρυνε», Ομ. Ιλ.)
3. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, κάνω να γίνει κάτι γρήγορα («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
4. (μεσοπαθ.) ὀτρύνομαι
προθυμοποιούμαι, σπεύδω («αὐτοὶ δ' ὀτρύνεσθαι ἐμοὶ ἅμα πάντες ἕπεσθαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀτρύνω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ΙΕ ρίζας twer- «ωθώ, παρακινώ, κουνώ» (με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- με -υρ- υπό την επίδραση του -ω-) με προθεματικό φωνήεν ὀ-, έρρινη παρέκταση και ενεστ. επίθημα -jω (πρβλ. πλύνω, κλίνω). Το ρ. συνδέεται με αρχ. ινδ. tvarate «επείγομαι, σπεύδω», αβεστ. θwāša- «αυτός που βιάζεται», αρχ. άνω γερμ. dweran «γυρίζω ορμητικά». Παράλληλα με το ρ. ὀτρύνω μαρτυρείται το επίρρ. ὀτρ-αλ-έως (βλ. λ. οτραλέος) και το επίθ. ὀτρηρός, που αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της εναλλαγής ανάμεσα στα έρρινα και υγρά επιθήματα -αλ-, -αρ-, -αν-, που παρατηρείται συχνά στην αρχαϊκή περίοδο. Το επίρρ. ὀτραλέως αναφορικά προς το ὀτρύνω μπορεί να παραβληθεί με τα τράπεζα: τρυφάλεια ή μπορεί να είναι αναλογικός σχηματισμός προς το θαρσύνω: θαρσαλέος. Το επίθ., τέλος, ὀτρηρός πρέπει να είναι υστερογενής σχηματισμός κατά τα επίθ. σε -ηρός].
Greek Monotonic
ὀτρύνω: [ῡ], Επικ. απαρ. ὀτρυνέμεν· παρατ. ὤτρυνον, Ιων. ὀτρύνεσκον, Επικ. μέλ. ὀτρῠνέω, αόρ. αʹ ὤτρῡνα·
1. διεγείρω, παρακινώ, κεντρίζω, προτρέπω, ενθαρρύνω, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., ὀτρύνω τινὰπολεμίζειν, στο ίδ.· γήμασθαι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με το απαρ. να παραλείπεται, ἦ τινα ὀτρυνέεις ἐπίσκοπον (ενν. ἰέναι); δεν θα προτρέψεις κάποιον (να πάει) ως κατάσκοπο; σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ. ή Παθ., εγείρομαι, σπεύδω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με απαρ., ὀτρυνώμεθ' ἀμυνέμεν ἀλλήλοισιν, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για πράγματα, σπεύδω προς τα μπρος, επιταχύνω, αναπτύσσω ταχύτητα, σε Όμηρ. κ.λπ.
Middle Liddell
ὀτρύ¯νω,
1. to stir up, rouse, egg on, spur on, encourage, Il.; c. inf., ὀτρ. τινὰ πολεμίζειν Il.; γήμασθαι Od., etc.; inf. omitted, ἦ τινα ὀτρυνέεις ἐπίσκοπον (sc. ἰέναἰ; wilt thou urge one (to go) as a spy? Il.:—Mid. or Pass. to bestir oneself, hasten, Od., etc.; c. inf., ὀτρυνώμεθ' ἀμυνέμεν ἀλλήλοισιν Il.
2. of thing, to urge forward, quicken, speed, Hom., etc.
Mantoulidis Etymological
(=παρακινῶ). Ἀπό το προθεματικό ο + ρίζα τρυ- (=σπεύδω) + ν + jω ὀτρύνjω → ὀτρύννω → ὀτρύνω.
Παράγωγα: ὀτρηρός (=γρήγορος, πρόθυμος), ὀτρυντήρ, ὀτρυντικός, ὀτρυντύς (=προτροπή), παρότρυνσις, ὀτραλέος, ὀτραλέως (=γρήγορα, πρόθυμα).